Έφυγε και ο Max von Syndow!
Στα 90 του “έφυγε” χθες ο ηθοποιός Max von Syndow!
Ανάμεσα στις πολλές του επιτυχίες σταχυολογήσαμε και ξαναθυμηθήκαμε
το “Η Έβδομη Σφραγίδα” (Den Sjunde Inseglet- The Seventh Seal) του Ingmar Bergman.
Ένα έργο αρκετά ΕΠΙΚΑΙΡΟ όπου ο Ιππότης Αντώνιος Μπλόκ παίζει μια απέλπιδα
παρτίδα σκάκι με τον Θάνατο στα χρόνια της πανώλης στην Ευρώπη….
(Μπορείτε να το βρείτε “διάσπαρτο” στο internet…)
Get ready for …”The Future”! (Από το 1993!)
Από το 1993! Μήπως είναι “προφητικό”?!
My mirrored room, my secret life
It’s lonely here,
There’s no one left to torture
Give me absolute control
Over every living soul
And lie beside me, baby
That’s an order
Take the only tree that’s left
And stuff it up the hole
In your culture
Give me back the Berlin wall
Give me Stalin and St. Paul
I’ve seen the future, brother
It is murder
Won’t be nothing
Nothing you can measure anymore
The blizzard, the blizzard of the world
Has crossed the threshold
And it has overturned
The order of the soul
When they said (they said) repent (repent), repent (repent)
I wonder what they meant
When they said (they said) repent (repent), repent (repent)
I wonder what they meant
When they said (they said) repent (repent), repent (repent)
I wonder what they meant
You never will, you never did
I’m the little Jew
Who wrote the Bible
I’ve seen the nations rise and fall
I’ve heard their stories, heard them all
But love’s the only engine of survival
Your servant here, he has been told
To say it clear, to say it cold
It’s over, it ain’t going
Any further
And now the wheels of heaven stop
You feel the devil’s riding crop
Get ready for the future
It is murder
Slide in all directions
Won’t be nothing
Nothing you can measure anymore
The blizzard, the blizzard of the world
Has crossed the threshold
And it has overturned
The order of the soul
When they said (they said) repent (repent), repent (repent)
I wonder what they meant
When they said (they said) repent (repent), repent (repent)
I wonder what they meant
When they said (they said) repent (repent), repent (repent)
I wonder what they meant
Western code
Your private life will suddenly explode
There’ll be phantoms
There’ll be fires on the road
And the white man dancing
You’ll see a woman
Hanging upside down
Her features covered by her fallen gown
And all the lousy little poets
Coming round
Tryin’ to sound like Charlie Manson
And the white man dancin’
Give me Stalin and St. Paul
Give me Christ or give me Hiroshima
Destroy another fetus now
We don’t like children anyhow
I’ve seen the future, baby
it is murder
Won’t be nothing
Nothing you can measure anymore
The blizzard, the blizzard of the world
Has crossed the threshold
And it has overturned
The order of the soul
When they said (they said) repent (repent), repent (repent)
I wonder what they meant
When they said (they said) repent (repent), repent (repent)
I wonder what they meant
When they said (they said) repent (repent), repent (repent)
I wonder what they meant
ΚΑΛΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ: ΙΣΧΥΕ ΚΑΙ ΑΝΔΡΙΖΟΥ
Καλή Σαρακοστή και καλό Στάδιο!
Ας αρχίσουμε τον Πνευματικό Αγώνα της Σαρακοστής φέτος με την ευχή από τον
“Εσπερινό της Συγχωρήσεως” το
“Αδελφοί, συγχωρήσατέ μοι τω αμαρτωλώ”
και με ένα απόσπασμα από τον Ιησού του Ναυή (1,9):
“…ἴσχυε καί ἀνδρίζου, μή δειλιάσῃς, μηδέ φοβηθῇς, ὅτι μετά σοῦ Κύριος ὁ Θεός σου εἰς πάντα, οὗ ἐάν πορεύῃ.”
“… λάβε δύναμιν και ανδρείαν, μη δειλιάσης ποτέ, μη φοβηθής κανένα, διότι εγώ, Κυριος ο Θεός σου, είμαι μαζή σου εις όλας τας ενεργείας σου και όπου θα πορευθής”.
Η “εξίσωση” της Ορθόδοξης Εμπειρίας
Η Υμνογραφία της Εκκλησίας μας συμπυκνώνει ολόκληρη την Ορθόδοξη Θεολογία μας.
Το Βυζαντινό Μέλος “συντονίζεται” με τις βαθύτερες “συχνότητες” της ιδιοσυγκρασίας του λαού μας.
Παρόλο που, κατα το Πλατωνικό, ο λόγος είναι σημαντικότερος από το μέλος, η μελωδία είτε με τη μορφή της ηχητικής μελωδίας είτε/και με την μορφή της εσωτερικής αρμονίας του στίχου και των λέξεων, είναι αυτή που θα δημιουργήσει το συγκινισιακό εκείνο υπόβαθρο που θα μας βοηθήσει στο “πέταγμα” στον Ουρανό.
Άρα μπορούμε να συνάγουμε αβίαστα την ακόλουθη “εξίσωση”:
ΛΟΓΟΣ + ΜΕΛΟΣ + ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ=
Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ!
Γιατί αποτυγχάνουμε;
Γιατί άραγε αποτυγχάνουμε ως λαός, ως άτομα, ως “κινήματα” και “καλές προσπάθειες”;
Απλούστατα γιατί δεν μπορεί ο εμ-παθής (ο γεμάτος πάθη άνθρωπος) να κάνει κάτι καλό.
Πρέπει ΠΡΩΤΑ να διαμορφώσει τον εσωτερικό του εαυτό, τον εσωτερικό άνθρωπο,
να γίνει δηλαδή εν-άρετος και έπειτα να “δράσει” εξωτερικά! Αυτό το κατανόησαν από την
αρχαιότητα ακόμη οι φιλόσοφοι (Πυθαγόρειοι,Σωκράτης, Πλάτων, Αριστοτέλης κλπ) αλλά
και σήμερα με την Ορθόδοξη Πίστη μας το “εμβαθύναμε”: δεν μπορούμε να
διαμορφώσουμε τον εσωτερικό άνθρωπο μόνοι μας (“ανθρωποκεντρικά”) αλλά
μόνο “κατά Χάρη” με τη σχέση μας με τον Θεό: με την
Εκκλησία ως Κοινωνία και ως Σώμα Θεού.
ΚΑΛΗ ΚΥΡΙΑΚΗ (Της Τυρινής)!!!
“ΕΦΘΑΣΕ ΚΑΙΡΟΣ”! Δοξαστικό Αίνων Κυριακής (Το δοξαστικό το πήραμε από ΕΔΩ)
Έφθασε καιρός, ἡ τῶν πνευματικῶν ἀγώνων ἀρχή, ἡ κατά τῶν δαιμόνων νίκη, ἡ πάνοπλος ἐγκράτεια, ἡ τῶν Ἀγγέλων εὐπρέπεια, ἡ πρός Θεόν παρρησία· δι’ αὐτῆς γάρ Μωϋσῆς, γέγονε τῷ Κτίστῃ συνόμιλος, καί φωνήν ἀοράτως, ἐν ταῖς ἀκοαῖς ὑπεδέξατο· Κύριε, δι’ αὐτῆς ἀξίωσον καί ἡμᾶς, προσκυνῆσαί σου τα Πάθη καί τήν ἁγίαν Ἀνάστασιν, ὡς φιλάνθρωπος.
ΚΟΡΟΝΑΪΟΣ-Μια σχετική ιστορία
Η ΣΚΙΑ
Edgar Allan Poe
“ἐάν γάρ καί πορευθῶ ἐν μέσῳ σκιᾶς θανάτου, οὐ φοβηθήσομαι κακά, ὅτι Σύ μετ᾿ ἐμοῦ εἶ…”
Κβ΄ Ψαλμός Δαυίδ
Εσείς που διαβάζετε είστε ακόμα ανάμεσα στους ζωντανούς, όμως εγώ που γράφω θα έχω προ πολλού περάσει στη χώρα των σκιών. Γιατί, στ’ αλήθεια, παράξενα πράγματα θα συμβούν και μυστικά θα γίνουν γνωστά και πολλοί αιώνες θα παρέλθουν, προτού αυτά τα απομνημονεύματα φανερωθούν στα μάτια των ανθρώπων. Κι όταν φανερωθούν, θα υπάρξουν κάποιοι που θα δυσπιστήσουν, κάποιοι που θα τα αμφισβητήσουν, αλλά και λίγοι που θα βρουν πολλά να συλλογιστούν μέσα απ’ αυτά τα γράμματα που χάραξε μια σιδερένια γραφίδα.
Κείνη η χρονιά ήταν χρονιά τρόμου, αισθημάτων πιο έντονων κι απ’ τον τρόμο, που δεν μπορεί κανείς ούτε να τα κατονομάσει. Γιατί πολλά σημεία και τέρατα είχαν συμβεί και, πέρα ως πέρα, πάνω από θάλασσα κι από στεριά, είχε απλώσει παντού τα μαύρα φτερά της η Πανώλη. Εκείνοι, ωστόσο, που γνώριζαν τ’ άστρα, ήξεραν πως οι ουρανοί είχαν την όψη της αρρώστιας και σε μένα, τον Έλληνα Οίνο, και σε μερικούς άλλους, ήταν φανερό ότι τώρα, στην αλλαγή του έτους επτακόσια ενενήντα τέσσερα, με την είσοδο του Αρη, ο πλανήτης Δίας έρχεται σε συζυγία με τον κόκκινο δακτύλιο του τρομερού Κρόνου. Η παράξενη διάθεση των ουρανών, αν δεν κάνω λάθος, εκδηλωνόταν, όχι μόνο στην υλική υπόσταση της γης, αλλά και στις ψυχές, τη φαντασία και τους στοχασμούς της ανθρωπότητας.
Ένα βράδυ, σε μια πολίχνη που την έλεγαν Πτολεμαΐδα, επτά φίλοι καθόμασταν στο δωμάτιο ενός αρχοντικού, πάνω από κάμποσες φιάλες με χιώτικο κοκκινέλι. Και δεν υπήρχε άλλη είσοδος στο δωμάτιό μας, εκτός από μια ψηλή, ορειχάλκινη θύρα. Η θύρα ήταν δουλεμένη με περισσή τέχνη από τον Κορίννο το χαλκωματά και αμπάρωνε από μέσα. Επιπλέον, σ’ αυτό το σκοτεινό δωμάτιο, μαύρα πέπλα μάς έκρυβαν τη θέα του φεγγαριού, των ζοφερών άστρων και των έρημων δρόμων —όμως δεν μπορούσαν να κρατήσουν έξω το προμήνυμα και τη θύμηση του Κακού.
Γύρω τριγύρω υπήρχαν πράγματα — υλικά και πνευματικά— που δεν μπορώ να περιγράφω με ακρίβεια — μια βαριά, αποπνικτική ατμόσφαιρα, μια αγωνία και, προπαντός, εκείνη η τρομερή κατάσταση που βιώνουν οι νευρικοί άνθρωποι όταν οι αισθήσεις τους βρίσκονται σε υπερδιέγερση, ενώ συγχρόνως οι λειτουργίες της σκέψης είναι ναρκωμένες.
Μας πίεζε ένα νεκρικό βάρος. Ένα βάρος κρεμόταν πάνω απ’ τα μέλη μας, πάνω απ’ τα έπιπλα του σπιτιού, πάνω απ’ τις κούπες απ’ όπου πίναμε. Όλα ήταν βαριά και τα τραβούσε κάτω η γης —όλα, εκτός από τις φλόγες στις επτά σιδερένιες λυχνίες που φώτιζαν το γλέντι μας. Ορθώνοντας τις φωτεινές, λεπτές γραμμές τους, έκαιγαν ασταμάτητα —χλομές κι ασάλευτες και στο καθρέφτισμα της λάμψης τους πάνω στο στρογγυλό εβένινο τραπέζι όπου καθόμασταν, ο καθένας μας αντίκριζε τη χλομάδα του προσώπου του και το ανήσυχο βλέμμα στα χαμηλωμένα μάτια των συντρόφων του.
Ωστόσο, γελούσαμε κι ευθυμούσαμε με τον τρόπο μας, μ’ έναν τρόπο υστερικό και τραγουδούσαμε τις ωδές του Ανακρέοντα —μια τρέλα και πίναμε ασταμάτητα, παρόλο που το κόκκινο κρασί μας θύμιζε αίμα. Γιατί υπήρχε κι άλλος ένας θαμώνας στο δωμάτιο, ο νεαρός Ζωίλος. Νεκρός, κειτόταν χάμω φαρδύς πλατύς, σαβανωμένος — φύλακας άγγελος της σκηνής.
Αλίμονο! Δε μοιραζόταν τη χαρά μας, αν και το πρόσωπό του —παραμορφωμένο απ’ την πανούκλα— και τα μάτια του —απ’ τα οποία ο Χάρος είχε μόνο μισοσβήσει τον πυρετό της αρρώστιας — έδειχναν να ενδιαφέρονται για την ευθυμία μας, όπως ίσως παρακολουθούν μ’ ενδιαφέρον οι νεκροί την ευθυμία αυτών που πρόκειται να πεθάνουν. Αλλά, παρόλο που εγώ, ο Οίνος, ένιωθα τα μάτια του πεθαμένου πάνω μου, πίεζα τον εαυτό μου ν’ αγνοήσει την πίκρα στην έκφρασή τους και, στυλώνοντας το βλέμμα μου στα βάθη του εβένινου καθρέφτη, τραγουδούσα με δυνατή, στεντόρεια φωνή, τα τραγούδια του γιου της Τέω .
Όμως σιγά σιγά, τα τραγούδια μου σταμάτησαν κι οι αντίλαλοί τους, κυλώντας μακριά, ανάμεσα στα μελανά παραπετάσματα της αίθουσας, έγιναν αδύναμοι και δυσδιάκριτοι, μέχρι που έσβησαν εντελώς.
Και να! Ανάμεσα στις μαύρες κουρτίνες, απ’ όπου είχαν φύγει οι ήχοι του τραγουδιού, εμφανίστηκε μια σκοτεινή, απροσδιόριστη σκιά — μια σκιά σαν αυτές που πλάθει το φεγγάρι απ’ τη σιλουέτα ενός ανθρώπου, όταν βρίσκεται χαμηλά στο στερέωμα: όμως δεν ήταν σκιά μήτε ανθρώπου μήτε θεού μήτε και κανένας οικείου πράγματος. Και, αφού τρεμόπαιξε πρώτα στα παραπετάσματα του δωματίου, εμφανίστηκε τελικά στην επιφάνεια της ορειχάλκινης θύρας.
Όμως η σκιά ήταν άμορφη, αόριστη δεν ήταν σκιά ανθρώπου ούτε θεού — κανενός θεού της Ελλάδας ή της Χαλδαίας, αλλά ούτε και κάποιας αιγυπτιακής θεότητας. Στάθηκε πάνω στην ορειχάλκινη θύρα, κάτω απ’ το τόξο του υπέρθυρου και δε σάλευε μήτε έλεγε κουβέντα, αλλά έμενε εκεί, ακίνητη.
Και η θύρα όπου είχε σταθεί η σκιά, αν θυμάμαι καλά, ήταν πάνω απ’ τα πόδια του νεαρού σαβανωμένου Ζωίλου. Αλλά εμείς οι επτά, που ήμασταν συγκεντρωμένοι εκεί, είχαμε δει τη σκιά όταν έμπαινε μέσα από τις κουρτίνες και δεν τολμούσαμε να την αντικρίσουμε, αλλά χαμηλώναμε το βλέμμα κι ατενίζαμε διαρκώς τα βάθη του εβένινου καθρέφτη.
Και τελικά, εγώ, ο Οίνος, μιλώντας χαμηλόφωνα, απαίτησα απ’ τη σκιά να μου πει τ’ όνομά της και τον τόπο απ’ όπου ερχόταν. Και η σκιά αποκρίθηκε:
«Είμαι ΣΚΙΑ και κατοικώ κοντά στις Κατακόμβες της Πτολεμαΐδας, κοντά στα σύθαμπα πεδία των Ηλυσίων, που συνορεύουν με το σκοτεινό πορθμό του Χάροντα».
Και τότε, και οι επτά σηκωθήκαμε απ’ τα καθίσματά μας με φρίκη και σταθήκαμε άλαλοι, τρέμοντας κι αναρριγώντας: γιατί οι τόνοι της φωνής της σκιάς δεν ανήκαν σε μια ύπαρξη, αλλά σε πολλές, κι αλλάζοντας χροιά από συλλαβή σε συλλαβή, έφταναν αχνά στ’ αυτιά μας αξέχαστες, γνώριμες φωνές χιλιάδων πεθαμένων φίλων.
Τα Άγια Θεοφάνεια
Φωνή Κυρίου ἐπί τῶν ὑδάτων βοᾷ λέγουσα·
Δεῦτε λάβετε πάντες, Πνεῦμα σοφίας, Πνεῦμα συνέσεως, Πνεῦμα φόβου Θεοῦ,
τοῦ ἐπιφανέντος Χριστοῦ.
Οι τρείς “δρόμοι” για την Φάτνη και την Γέννηση: Καλά Χριστούγεννα!
Ο Δίκαιος Ιωσήφ ο σύζυγος της Αειπαρθένου Μαρίας όντας “δίκαιος” και έχοντας καλοσύνη στην Καρδιά του (“μη θέλων αυτήν παραδειγματείσαι”) αξιώθηκε να δεί Άγγελο και να πληροφορηθεί για την υπερφυσική Γέννηση του Κυρίου.
Οι Ποιμένες “αγραυλούντες” με την απλή και Καθαρή Καρδιά τους αξιώθηκαν και αυτοί να ακούσουν Θείες μελωδίες από χορούς Αγγέλων, είδαν τον Αστέρα της Γέννησης και προσέγγισαν και αυτοί την Γέννηση του Ιησού.
Οι τρείς Μάγοι με την Σοφία και την Γνώση τους είδαν και αυτοί τον Αστέρα της Γέννησης και προσκύνησαν και αυτοί την Γέννηση του Θεού Λόγου δηλαδή της του Θεού Σοφίας.
Από τις τρεις αυτές Οδούς που οδηγούν στην Φάτνη και στην προσέγγιση του Μυστηρίου της Σάρκωσης του Κυρίου, χωρίς να υποτιμήσουμε κάποια από αυτές, πιο εντυπωσιακή και έντονη νομίζουμε είναι αυτή η εμπειρία της Καθαρής Καρδιάς των ποιμένων:
“Μακάριοι οι καθαροί τη Καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται”