Έβγαινα από ένα εστιατόριο με μια οικογένεια που μου έκανε το τραπέζι αυτές τις μέρες. Τα φαγητά ήταν τέλεια, συγκρατήθηκα στο τέλος και δεν έφαγα γλυκό. Απόρησα κι εγώ με την αυτοκυριαρχία μου. Οι σερβιτόροι άψογοι στην περιποίησή τους, όλοι φορούσαν μάσκες, το σέρβις ήταν φοβερό, τα φαγητά υπέροχα, περάσαμε τέλεια.
Λόγω ζέστης κρατούσα τη ζακέτα μου στον ώμο, την είχα μαζί κυρίως για τυπικούς – διακοσμητικούς- λόγους και όχι για να τη φορέσω.
Μου λέει ένας σερβιτόρος στην έξοδο: «Τελικά δεν το λέτε μόνο στους άλλους! Το κάνετε κι εσείς!!» «Δεν κατάλαβα. Τι ακριβώς εννοείτε;» «Ζακέτα να πάρεις! Εσείς, βλέπω, παίρνετε!», μου λέει. «Α, ναι! Χαχα. Γνωριζόμαστε;» «Ναι, σας ακούω συχνά και διαβάζω αυτά που γράφετε. Πήρα και το βιβλίο σας, τη Ζακέτα. Ήσασταν μεγάλη μου παρηγοριά στην καραντίνα, όταν έχασα και τη γυναίκα μου» «Τι λες τώρα!!!» «Ναι, πάτερ μου» «Είχε κάτι σοβαρό;» «Έφυγε ξαφνικά» «Κι έχετε και παιδιά;» «Ναι, δύο. Τα μεγαλώνω τώρα μόνος» «Πόσων ετών έφυγε η γυναίκα σου;» «39».
Διαλύθηκα.
Αυτός όμως τα έλεγε όλα χαμογελαστά και ήρεμα, με τόση αξιοπρέπεια, χωρίς κακομοιριά ή απόγνωση. Μιλούσε με μια αρχοντιά και ευγένεια, ρε παιδί μου, αυτός ο άνθρωπος. Το στόμα του, που το έκρυβε η μάσκα, ήταν σαν να έβγαζε φως. Δεν τον λυπήθηκα, όσο κυρίως τον θαύμασα.
Τι υπέροχοι άνθρωποι κυκλοφορούν ανάμεσά μας.
«Τι ώρα σχολάς;», τον ρώτησα. «Στις 2 το βράδυ. Δουλεύω 6 με 2 σήμερα» «Καλό κουράγιο»
Με δυο παιδιά, με τόσα βάρη οικογενειακά, τόση θλίψη ασήκωτη, και πόσα άλλα δικά του θέματα, άγνωστα σε μένα. Ένιωσα αυτό το δέος που νιώθω συχνά με ανθρώπους σημαδεμένους απ’ τα χτυπήματα της ζωής, που αντί να τους διαλύουν, τους κάνουν να ανθίζουν, να μεγαλουργούν, να ξεχωρίζουν. Ένιωσα τόσο μικρός κι ασήμαντος μπροστά σ’ αυτόν τον σερβιτόρο, στο ήθος, στο ύφος, στο μεγαλείο και τη δύναμή του. Αλήθεια.
Αυτές τις μέρες γνώρισα κι έναν άλλο υπέροχο άνθρωπο, νέο στην ηλικία, που πάει σε όλες τις εργασίες και υποχρεώσεις του με τα πόδια, όσο μακριά κι αν είναι. Ο λόγος; Η κοπέλα του έχει θέματα αναπνευστικά, και φοβάται μην κολλήσει τον ιό και της τον μεταδώσει. Και από λεπτότητα και προσοχή, δεν μπαίνει σε κλειστούς χώρους.
Με την κουβέντα κατάλαβα ότι δεν μπαίνει και επειδή δεν έχει λεφτά για να μπει.
Γίνομαι αλοιφή με τέτοια άτομα που ενώ είναι φτωχά, είναι συγχρόνως τόσο αξιοπρεπή. Δεν ζητούν, δεν κλαίγονται, δεν το παίζουν θύματα και κακομοίρηδες. Να φανταστείς, δεν μου το είπε ευθέως ότι είναι φτωχός και ότι δεν έχει μία, μα από κάτι πλάγιες κουβέντες το κατάλαβα και τελικά τον ψάρεψα και το έμαθα.
Εκτός των άλλων, είναι και βίγκαν. Δεν τρώει ούτε ψάρι, ούτε θαλασσινά ούτε τίποτα. Ούτε γάλα. Καλά, κρέας έχει να φάει εδώ και κάτι χρόνια.
«Καλά, και τι τρως;» «Όλα τα άλλα. Βασικά, τρώω εναλλάξ, φακές και ρύζι. Τη μια μέρα φακές, την άλλη ρύζι. Αγόρασα πριν καιρό ένα μικρό τσουβαλάκι φακές, και θα βγάλω όλους τους επόμενους μήνες. Και όταν έχω άνεση αγοράζω και ξηρούς καρπούς, μα όχι συνέχεια, διότι είναι λίγο ακριβοί. Και από τη λαϊκή, φρούτα και λαχανικά. Πάω νωρίς κι εκεί όμως, για να μην έχει πολύ κόσμο, μην κολλήσω κάτι και το μεταφέρω στην κοπέλα. Δεν θέλω να πάθει κάτι».
Μα τι άνθρωποι υπάρχουν δίπλα μας!!
Μας αρέσει να μιλάμε για τον Θεό, τον Παράδεισο και την Κόλαση, για πλούσιους και φτωχούς, για θεωρίες διάφορες και υψηλά νοήματα. Κι έρχεται ένας νέος, τριάντα τόσων ετών, και σου δείχνει ένα άλλο πρόσωπο του Θεού. Σου δείχνει «τον Χριστό της γειτονιάς», έναν πρακτικό χριστιανισμό. Χωρίς να μιλάει για τον Θεό, ίσως μάλιστα να λέει ότι δεν πιστεύει καν στο Θεό!!! Μα τελικά, τι μετράει; Να λες πολλά και να μην κάνεις τίποτε; ή να κάνεις τόσα πολλά, χωρίς να βάζεις ετικέτες;….
«Καλά, ρε παιδί μου, ούτε ένα αυγό δεν τρως;» «Όχι. Δεν αντέχω να τρώω κάτι που για να το φάω εγώ, ένα άλλο αθώο πλάσμα κάθεται ακίνητο όλη μέρα, σε όλη τη ζωή του και καταπιέζεται για το δικό μου κέφι. Έχεις δει, πάτερ, πώς ζουν οι αγελάδες και τα άλλα ζωντανά πριν τα σφάξουν και έρθουν στο πιάτο σου; Ε, εγώ δεν μπορώ πλέον να τα φάω αυτά τα πλάσματα».
Εγώ δεν είμαι βίγκαν, μα τελικά διαπίστωσα ότι δεν είμαι ούτε χριστιανός ούτε ευαίσθητος ούτε τίποτε. Ο άλλος, δεν έχει λεφτά, δεν τρώει τίποτε ζωικό εδώ και χρόνια, δεν έχει στον ήλιο μοίρα, και σκέφτεται την κοπέλα του κάνοντας μεγάλες θυσίες.
Και η πλάκα είναι ότι εκεί που περπατάγαμε βλέπουμε έναν φτωχό στο δρόμο, και βγάζει ο φτωχός μου φίλος να δώσει στον ζητιάνο κάτι κέρματα.
«Μα τι του δίνεις, μωρέ; Εσύ είσαι πιο φτωχός από αυτόν!», του είπα. «Ναι, μα είχα κάτι ψιλά και του ‘δωσα».
Προχτές τον είδα πάλι, κι αναρωτιόμουν αν ήταν η μέρα που έφαγε τις φακές, ή την έβγαλε με ρύζι. Μου λέει χαρούμενος «σήμερα θα πάρω παπούτσια, χάλασαν αυτά που φοράω απ’ το πολύ περπάτημα». «Οκ, πάμε να πάρουμε μαζί, να βγω και μια βόλτα» του είπα.
Πήγαμε, τα παπούτσια έκαναν περίπου εξήντα, αυτός είχε γύρω στα σαράντα, εννοείται του έδωσα τα υπόλοιπα να συμπληρώσει το ποσό. Και εννοείται, ο ίδιος δεν μου ζήτησε τίποτε! Απλά, θα ακύρωνε την αγορά ή θα έπαιρνε κάτι πιο φτηνό.
Πήρε χαρούμενος τα καινούργια παπούτσια για περπάτημα, έβαλε τα παλιά παπούτσια στο κουτί, και μου λέει «Αυτά, τα φορούσα πολύ καιρό. Τα είχα βρει σε κάτι σκουπίδια, και ήταν στο νούμερό μου και τα φόρεσα μια χαρά.
Τώρα θα τα αφήσω έξω από καμία εκκλησία, μήπως και τα πάρει άλλος, αν τον βολεύουν έστω στην κατάσταση που είναι» «Καλά, ρε παιδί μου, υπάρχουν άνθρωποι που φοράνε παπούτσια από σκουπίδια;» «Εννοείται, φίλε μου! Εγώ πώς τα πήρα και τα φόραγα τόσο καιρό; Και ξέρεις γιατί χάρηκα πολύ εκείνη τη μέρα που τα βρήκα; Διότι ήταν ακριβώς το νούμερό μου!!! 42 νούμερο, μου ήρθανε κουτί»
Τι να πω. Μονάχα ντρέπομαι. Για μένα. Όχι ότι καλοπερνάω ή ότι ζω μια χλιδάτη ζωή. Αλλά, όπως και να το κάνουμε, δεν είμαι τόσο ταπεινός, απλός, βολικός, όπως αυτός ο νέος φίλος μου.
Προσωπικά – δεν ξέρω εσύ!- δεν έχω φορέσει ποτέ μεταχειρισμένα παπούτσια. Ποτέ. Πόσο μάλλον από σκουπίδια, από άγνωστα πόδια εντελώς.
Α, μου ‘πε και το άλλο, ότι μέχρι πρότινος δεν είχε ούτε και πού να μείνει. Έμενε εδώ κι εκεί, και όπου τύχαινε κάθε βράδυ, δεν ήξερε πού θα τη βγάλει τη νύχτα. Μια στου ενός φίλου το σπίτι, μια στου άλλου.
Μιλάμε για την απόλυτη αβεβαιότητα. Το μόνιμο άγνωστο.
Και έχει ένα μυαλό ξυράφι! Σου μιλάω για έναν άνθρωπο πανέξυπνο, χωρίς καμία σχέση με ουσίες ή αλκοόλ ή κάποια παραβατική συμπεριφορά. (Το λέω απλά, για να δείξω το ακριβές προφίλ του και όχι για να στιγματίσω, εννοείται, όποιον κάνει τον δικό του αγώνα) Με προοπτικές σπουδαίες να σπουδάσει και να κάνει μεγάλα πράγματα. Και με μάτια τόσο καθαρά, αγνά και – παραδόξως- χαρούμενα.
Γελά και χαίρεται συνέχεια, μα δεν έχει καμία άνεση οικονομική.
Μου λέει με χιούμορ, σαν Ήλιος χαμογελαστός, «Διότι, αν δεν ξέρω τι θα φάω το μεσημέρι και πού θα κοιμηθώ το βράδυ, πώς να συγκεντρωθώ να διαβάσω, ώστε να ετοιμαστώ να δώσω πανελλήνιες, έστω τώρα, στα 35 μου, φίλε μου;!!»
Οι άγιοι τελικά των ημερών μας είναι κάτι τέτοιοι τύποι.
Άγνωστοι των αγνώστων.
Που δεν τους ξέρει ούτε η μάνα τους.
Και το ‘πα όλο αυτό – ανώνυμα – σ’ έναν φίλο στο εξωτερικό, και μου λέει «Δώσε μου το λογαριασμό του παιδιού, να του βάλω έστω εκατό ευρώ, πάτερ» «Να ‘σαι καλά, ρε φίλε μου, τουλάχιστο θα πάρει κι άλλο τσουβάλι φακές και ρύζι, να έχει να φάει για τους επόμενους μήνες».
Υπάρχουν άγιοι άνθρωποι φτωχοί. Υπάρχου και άγιοι άνθρωποι πλούσιοι, που έχουν και δίνουν. Τεράστια η γκάμα των ανθρώπων στον κόσμο μας.
Το βράδυ μου έστειλε μήνυμα στο κινητό για να μου πει πόσο χάρηκε που συνέβαλα κι εγώ για τα παπούτσια που αγόρασε. Θυμήθηκε να με ευχαριστήσει και για τα κρεμμύδια και τις μπανάνες που του έδωσα, διότι δεν χώραγαν όλα στο ψυγείο μου, ήταν τόσο τίγκα!!!
Δεν ξέρω αν θα ‘μαι στον Παράδεισο στην άλλη ζωή.
Είμαι όμως πολύ ευγνώμων που έχω φίλους μου κάτι τέτοιους ανθρώπους, που μου κάνουν ήδη αυτή τη ζωή παραδεισένια.
Άνθρωποι που εμφανίστηκαν από το πουθενά στο δρόμο μου, και κάνουν την καρδιά μου πιο ζεστή, και μου δείχνουν ότι ο Χριστός, μόνο όταν βγαίνει απ’ τα βιβλία και τις θεωρίες, μόνο τότε μπορεί και περπατάει στις καρδιές και τις απλές γειτονιές του κόσμου μας.
Θέλω να γυρίζω πάντα σ’ αυτά τα βασικά.
Συγγνώμη αν εσύ είσαι πολύ μπροστά και σε αποσυντόνισα.