ΚΟΡΟΝΑΪΟΣ-Μια σχετική ιστορία
Η ΣΚΙΑ
Edgar Allan Poe
“ἐάν γάρ καί πορευθῶ ἐν μέσῳ σκιᾶς θανάτου, οὐ φοβηθήσομαι κακά, ὅτι Σύ μετ᾿ ἐμοῦ εἶ…”
Κβ΄ Ψαλμός Δαυίδ
Εσείς που διαβάζετε είστε ακόμα ανάμεσα στους ζωντανούς, όμως εγώ που γράφω θα έχω προ πολλού περάσει στη χώρα των σκιών. Γιατί, στ’ αλήθεια, παράξενα πράγματα θα συμβούν και μυστικά θα γίνουν γνωστά και πολλοί αιώνες θα παρέλθουν, προτού αυτά τα απομνημονεύματα φανερωθούν στα μάτια των ανθρώπων. Κι όταν φανερωθούν, θα υπάρξουν κάποιοι που θα δυσπιστήσουν, κάποιοι που θα τα αμφισβητήσουν, αλλά και λίγοι που θα βρουν πολλά να συλλογιστούν μέσα απ’ αυτά τα γράμματα που χάραξε μια σιδερένια γραφίδα.
Κείνη η χρονιά ήταν χρονιά τρόμου, αισθημάτων πιο έντονων κι απ’ τον τρόμο, που δεν μπορεί κανείς ούτε να τα κατονομάσει. Γιατί πολλά σημεία και τέρατα είχαν συμβεί και, πέρα ως πέρα, πάνω από θάλασσα κι από στεριά, είχε απλώσει παντού τα μαύρα φτερά της η Πανώλη. Εκείνοι, ωστόσο, που γνώριζαν τ’ άστρα, ήξεραν πως οι ουρανοί είχαν την όψη της αρρώστιας και σε μένα, τον Έλληνα Οίνο, και σε μερικούς άλλους, ήταν φανερό ότι τώρα, στην αλλαγή του έτους επτακόσια ενενήντα τέσσερα, με την είσοδο του Αρη, ο πλανήτης Δίας έρχεται σε συζυγία με τον κόκκινο δακτύλιο του τρομερού Κρόνου. Η παράξενη διάθεση των ουρανών, αν δεν κάνω λάθος, εκδηλωνόταν, όχι μόνο στην υλική υπόσταση της γης, αλλά και στις ψυχές, τη φαντασία και τους στοχασμούς της ανθρωπότητας.
Ένα βράδυ, σε μια πολίχνη που την έλεγαν Πτολεμαΐδα, επτά φίλοι καθόμασταν στο δωμάτιο ενός αρχοντικού, πάνω από κάμποσες φιάλες με χιώτικο κοκκινέλι. Και δεν υπήρχε άλλη είσοδος στο δωμάτιό μας, εκτός από μια ψηλή, ορειχάλκινη θύρα. Η θύρα ήταν δουλεμένη με περισσή τέχνη από τον Κορίννο το χαλκωματά και αμπάρωνε από μέσα. Επιπλέον, σ’ αυτό το σκοτεινό δωμάτιο, μαύρα πέπλα μάς έκρυβαν τη θέα του φεγγαριού, των ζοφερών άστρων και των έρημων δρόμων —όμως δεν μπορούσαν να κρατήσουν έξω το προμήνυμα και τη θύμηση του Κακού.
Γύρω τριγύρω υπήρχαν πράγματα — υλικά και πνευματικά— που δεν μπορώ να περιγράφω με ακρίβεια — μια βαριά, αποπνικτική ατμόσφαιρα, μια αγωνία και, προπαντός, εκείνη η τρομερή κατάσταση που βιώνουν οι νευρικοί άνθρωποι όταν οι αισθήσεις τους βρίσκονται σε υπερδιέγερση, ενώ συγχρόνως οι λειτουργίες της σκέψης είναι ναρκωμένες.
Μας πίεζε ένα νεκρικό βάρος. Ένα βάρος κρεμόταν πάνω απ’ τα μέλη μας, πάνω απ’ τα έπιπλα του σπιτιού, πάνω απ’ τις κούπες απ’ όπου πίναμε. Όλα ήταν βαριά και τα τραβούσε κάτω η γης —όλα, εκτός από τις φλόγες στις επτά σιδερένιες λυχνίες που φώτιζαν το γλέντι μας. Ορθώνοντας τις φωτεινές, λεπτές γραμμές τους, έκαιγαν ασταμάτητα —χλομές κι ασάλευτες και στο καθρέφτισμα της λάμψης τους πάνω στο στρογγυλό εβένινο τραπέζι όπου καθόμασταν, ο καθένας μας αντίκριζε τη χλομάδα του προσώπου του και το ανήσυχο βλέμμα στα χαμηλωμένα μάτια των συντρόφων του.
Ωστόσο, γελούσαμε κι ευθυμούσαμε με τον τρόπο μας, μ’ έναν τρόπο υστερικό και τραγουδούσαμε τις ωδές του Ανακρέοντα —μια τρέλα και πίναμε ασταμάτητα, παρόλο που το κόκκινο κρασί μας θύμιζε αίμα. Γιατί υπήρχε κι άλλος ένας θαμώνας στο δωμάτιο, ο νεαρός Ζωίλος. Νεκρός, κειτόταν χάμω φαρδύς πλατύς, σαβανωμένος — φύλακας άγγελος της σκηνής.
Αλίμονο! Δε μοιραζόταν τη χαρά μας, αν και το πρόσωπό του —παραμορφωμένο απ’ την πανούκλα— και τα μάτια του —απ’ τα οποία ο Χάρος είχε μόνο μισοσβήσει τον πυρετό της αρρώστιας — έδειχναν να ενδιαφέρονται για την ευθυμία μας, όπως ίσως παρακολουθούν μ’ ενδιαφέρον οι νεκροί την ευθυμία αυτών που πρόκειται να πεθάνουν. Αλλά, παρόλο που εγώ, ο Οίνος, ένιωθα τα μάτια του πεθαμένου πάνω μου, πίεζα τον εαυτό μου ν’ αγνοήσει την πίκρα στην έκφρασή τους και, στυλώνοντας το βλέμμα μου στα βάθη του εβένινου καθρέφτη, τραγουδούσα με δυνατή, στεντόρεια φωνή, τα τραγούδια του γιου της Τέω .
Όμως σιγά σιγά, τα τραγούδια μου σταμάτησαν κι οι αντίλαλοί τους, κυλώντας μακριά, ανάμεσα στα μελανά παραπετάσματα της αίθουσας, έγιναν αδύναμοι και δυσδιάκριτοι, μέχρι που έσβησαν εντελώς.
Και να! Ανάμεσα στις μαύρες κουρτίνες, απ’ όπου είχαν φύγει οι ήχοι του τραγουδιού, εμφανίστηκε μια σκοτεινή, απροσδιόριστη σκιά — μια σκιά σαν αυτές που πλάθει το φεγγάρι απ’ τη σιλουέτα ενός ανθρώπου, όταν βρίσκεται χαμηλά στο στερέωμα: όμως δεν ήταν σκιά μήτε ανθρώπου μήτε θεού μήτε και κανένας οικείου πράγματος. Και, αφού τρεμόπαιξε πρώτα στα παραπετάσματα του δωματίου, εμφανίστηκε τελικά στην επιφάνεια της ορειχάλκινης θύρας.
Όμως η σκιά ήταν άμορφη, αόριστη δεν ήταν σκιά ανθρώπου ούτε θεού — κανενός θεού της Ελλάδας ή της Χαλδαίας, αλλά ούτε και κάποιας αιγυπτιακής θεότητας. Στάθηκε πάνω στην ορειχάλκινη θύρα, κάτω απ’ το τόξο του υπέρθυρου και δε σάλευε μήτε έλεγε κουβέντα, αλλά έμενε εκεί, ακίνητη.
Και η θύρα όπου είχε σταθεί η σκιά, αν θυμάμαι καλά, ήταν πάνω απ’ τα πόδια του νεαρού σαβανωμένου Ζωίλου. Αλλά εμείς οι επτά, που ήμασταν συγκεντρωμένοι εκεί, είχαμε δει τη σκιά όταν έμπαινε μέσα από τις κουρτίνες και δεν τολμούσαμε να την αντικρίσουμε, αλλά χαμηλώναμε το βλέμμα κι ατενίζαμε διαρκώς τα βάθη του εβένινου καθρέφτη.
Και τελικά, εγώ, ο Οίνος, μιλώντας χαμηλόφωνα, απαίτησα απ’ τη σκιά να μου πει τ’ όνομά της και τον τόπο απ’ όπου ερχόταν. Και η σκιά αποκρίθηκε:
«Είμαι ΣΚΙΑ και κατοικώ κοντά στις Κατακόμβες της Πτολεμαΐδας, κοντά στα σύθαμπα πεδία των Ηλυσίων, που συνορεύουν με το σκοτεινό πορθμό του Χάροντα».
Και τότε, και οι επτά σηκωθήκαμε απ’ τα καθίσματά μας με φρίκη και σταθήκαμε άλαλοι, τρέμοντας κι αναρριγώντας: γιατί οι τόνοι της φωνής της σκιάς δεν ανήκαν σε μια ύπαρξη, αλλά σε πολλές, κι αλλάζοντας χροιά από συλλαβή σε συλλαβή, έφταναν αχνά στ’ αυτιά μας αξέχαστες, γνώριμες φωνές χιλιάδων πεθαμένων φίλων.
Comments are closed.